-
1 корпус
корпус м 1) (здание) το χτίριο 2) (туловище) о κορμός, то σώμα ◇ дипломатический \корпус το διπλωματικό σώμα* * *м1) ( здание) το χτίριο2) ( туловище) ο κορμός, το σώμα••дипломати́ческий ко́рпус — το διπλωματικό σώμα
-
2 корпус
-а α.1. (πλθ. -ы) σώμα, κορμί(ανθρώπου ή ζώου).2. (τεχ.) πλαίσιο, θήκη.3. σκάφος, κύτος πλοίου.4. χωριστό οικοδόμημα. || χωριστό τμήμα μεγάλου οικοδομήματος.5. (στρατ.) σώμα•кавалерийский корпус σώμα ιππικού•
резервный корпус εφεδρικό σώμα•
офицерский корпус το σώμα των αξιωματικών•
жандармский корпус το σώμα της χωροφυλακής.
6. μέση στρατιωτική σχολή.7. (πολυγρ.) τα στοιχεία των 10 στιγμών.εκφρ.дипломатический корпус – διπλωματικό σώμα. -
3 дипломатический
дипломат||и́ческийприл διπλωματικός:\дипломатическийи́ческий курьер ὁ διπλωματικός ταχυδρόμος· \дипломатическийи́ческий корпус τό διπλωματικό σῶμα· \дипломатическийи́ческие отношения οἱ διπλωματικές σχέσεις. -
4 дипломатический
ε π..1. διπλωματικός•-ие отношения διπλωματικές σχέσεις•
дипломатический корпус διπλωματικό σώμα•
дипломатический курьер βλ. дипкурьер.
2. μτφ. επιδέξιος, επιτήδειος• κρυψίνους•дипломатический ответ διπλωματική απάντηση.
-
5 дипломатия
-ив.1. διπλωματία, διπλωματικό σώμα.2. πονηριά, κρυψίνοια.
См. также в других словарях:
σώμα — το, ατος 1. υλική ύπαρξη: Τα στερεά σώματα έχουν τρεις διαστάσεις. 2. κορμί: Έχει ωραίο σώμα. 3. το κύριο μέρος κάποιου πράγματος. 4. σύνολο ατόμων: Έδωσε εξετάσεις για να μπει στο διπλωματικό σώμα. 5. στρατιωτική δύναμη: Του ανατέθηκε η διοίκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… … Dictionary of Greek
Vehicle registration plates of Greece — Greek vehicle registration plates are composed of three letters and four digits per plate (e.g. AAA 1000). The letters represent the district that issues the plates while the numbers begin from 1000 to 9999. Similar plates with digits beginning… … Wikipedia
Griechische KFZ-Kennzeichen — Aktuelles Griechisches Kfz Kennzeichen Die aktuellen griechischen Kfz Kennzeichen sind analog denen der meisten anderen EU Länder gestaltet, also schwarze Schrift auf weißem Grund; links ein blaues Band mit dem Zeichen der Europäischen Union… … Deutsch Wikipedia
Kfz-Kennzeichen (Griechenland) — Aktuelles griechisches Kfz Kennzeichen Kennzeichen ohne … Deutsch Wikipedia
Plaque d'immatriculation grecque — Les plaques d immatriculation grecques actuelles sont composées de 3 lettres et 4 chiffres par plaque. (ex: ABC 1234). Les une ou deux premières lettres correspondent au nome d où proviennent les véhicules. Les chiffres vont de 1000 à 9999. Les… … Wikipédia en Français
Индекс автомобильных номеров Греции — У этого термина существуют и другие значения, см. Индекс автомобильных номеров. Греческий номер Регистрационные знаки греческих транспортных средств состоят … Википедия
Ζυγομαλάς — I Επώνυμο οικογένειας λογίων και παιδαγωγών του 16ου αι., από την Αργολίδα. 1. Θεοδόσιος (Ναύπλιο 1544 – περ. 1615). Αξιωματούχος του πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης και συγγραφέας, γιος του Ιωάννη (βλ. 2.). Σε ηλικία 11 ετών ακολούθησε τον… … Dictionary of Greek
ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία … Dictionary of Greek
διπλωματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διπλωματία ή στους διπλωμάτες («διπλωματικές σχέσεις», «διπλωματική ασυλία», «διπλωματικό σώμα») 2. αυτός που ενεργεί με πονηριά ή επιδεξιότητα, πανούργος, ανειλικρινής 3. φρ. «διπλωματική έκδοση (παπύρων … Dictionary of Greek
επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… … Dictionary of Greek